„Pinkelpause“: Femininum, weiblich PinkelpauseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διάλειμμα για τουαλέτα διάλειμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n για τουαλέτα Pinkelpause Pinkelpause