„Passivrauchen“: Neutrum, sächlich PassivrauchenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παθητικό κάπνισμα παθητικό κάπνισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Passivrauchen Passivrauchen