Papeterie
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> schweizerische Variante | ελβετική παραλλαγήschweizOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- κατάστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n χαρτικών ειδώνPapeteriePapeterie