„Ohrhörer“: Maskulinum, männlich OhrhörerMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ακουστικό τύπου ψείρα ακουστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n τύπου ψείρα Ohrhörer Ohrhörer