Kopfhörer
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; ->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ακουστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKopfhörer Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTELKopfhörer Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL
- ακουστικάNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου nplKopfhörer Radio, CD-PlayerPlural | πληθυντικός plKopfhörer Radio, CD-PlayerPlural | πληθυντικός pl