„Ölpest“: Femininum, weiblich ÖlpestFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μόλυνση από πετρέλαιο μόλυνσηFemininum, weiblich | θηλυκό f από πετρέλαιο Ölpest Ölpest