μόλυνση
[ˈmolinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verschmutzungθηλυκό | Femininum, weiblich fμόλυνση ατμόσφαιρας, περιβάλλοντοςμόλυνση ατμόσφαιρας, περιβάλλοντος
- Verseuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fμόλυνση τροφίμων, νερούμόλυνση τροφίμων, νερού
- Infektionθηλυκό | Femininum, weiblich fμόλυνση ιατρική | Medizinιατρμόλυνση ιατρική | Medizinιατρ
examples
- μόλυνση αέραLuftverpestungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μόλυνση από έντομαInsektenplageθηλυκό | Femininum, weiblich f
- μόλυνση από ιό ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υVirusinfektionθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples