„Oberteil“: Neutrum und Maskulinum OberteilNeutrum und Maskulinum | ουδέτερο και αρσενικό n/m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανώτερο μέρος, πάνω μέρος ανώτερο μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Oberteil Oberteil πάνω μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Oberteil auch | και, επίσηςa. eines Bikinis Oberteil auch | και, επίσηςa. eines Bikinis