„Notverordnung“: Femininum, weiblich NotverordnungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αναγκαστικός νόμος αναγκαστικός νόμοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Notverordnung Notverordnung