„Notunterkunft“: Femininum, weiblich NotunterkunftFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάλυμα έκτακτης ανάγκης κατάλυμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n έκτακτης ανάγκης Notunterkunft Notunterkunft