„Baracke“: Femininum, weiblich BarackeFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) παράγκα, παράπηγμα παράγκαFemininum, weiblich | θηλυκό f Baracke παράπηγμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Baracke Baracke