„nicken“: intransitives Verb nickenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κάνω νεύμα νόημα με το κεφάλι κάνω νεύμαoder | ή od νόημα με το κεφάλι nicken nicken
„Nicken“: Neutrum, sächlich NickenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νεύμα, νόημα, γνέψιμο νεύμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Nicken νόημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Nicken γνέψιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Nicken Nicken