„γνέψιμο“: ουδέτερο γνέψιμο [ˈɣnepsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kopfnicken Kopfnickenουδέτερο | Neutrum, sächlich n γνέψιμο γνέψιμο