„Neue(s)“: Neutrum, sächlich NeueNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νέο, νέα, νεώτερο νέοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Neue(s) νέαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Neue(s) νεώτεροNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Neue(s) Neue(s)