Nervensäge
Femininum, weiblich | θηλυκό fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- er ist eine echte Nervensäge umgangssprachlich | οικείοumg pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejείναι πραγματικά πολύ εκνευριστικός