„mutmaßlich“: Adjektiv mutmaßlichAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) φερόμενος ως, πιθανός, υποτιθέμενος φερόμενος ως, πιθανός, υποτιθέμενος mutmaßlich mutmaßlich