„Mückenstich“: Maskulinum, männlich MückenstichMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τσίμπημα κουνουπιού από κουνούπι τσίμπημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n κουνουπιούoder | ή od από κουνούπι Mückenstich Mückenstich