„κουνούπι“: ουδέτερο κουνούπι [kuˈnupi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mücke (Stech-)Mückeθηλυκό | Femininum, weiblich f κουνούπι κουνούπι