„Möbel“: Neutrum, sächlich MöbelNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -; meist | συνήθωςmeistPlural | πληθυντικός pl> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) έπιπλο έπιπλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Möbel Möbel