„mittlere(r, s)“: Adjektiv mittlereAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεσαίος, μέσος μεσαίος mittlere(r, s) in der Mitte mittlere(r, s) in der Mitte μέσος mittlere(r, s) durchschnittlich mittlere(r, s) durchschnittlich examples mittleren Alters μέσης ηλικίας mittleren Alters mittlere ReifeFemininum, weiblich | θηλυκό f απολυτήριο σπουδών πρώτου κύκλου μέσης εκπαίδευσης mittlere ReifeFemininum, weiblich | θηλυκό f