„Mittagspause“: Femininum, weiblich MittagspauseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μεσημεριανό διάλειμμα μεσημεριανό διάλειμμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Mittagspause Mittagspause