„Meute“: Femininum, weiblich MeuteFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κοπάδι κυνηγετικών σκύλων, σκυλολόι κοπάδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n κυνηγετικών σκύλων Meute Meute σκυλολόιNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Meute in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Meute in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig examples die Meute loslassen αμολώ τα σκυλιά die Meute loslassen