„σκυλολόι“: ουδέτερο σκυλολόι [skjiloˈloi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gesindel Gesindelουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκυλολόι σκυλολόι