„Messeneuheit“: Femininum, weiblich MesseneuheitFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) νέα προϊόντα σε μια έκθεση νέα προϊόνταNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl σε μια έκθεση Messeneuheit Messeneuheit