mein
Possessivpronomen | κτητική αντωνυμία poss pr <1.Singular | ενικός sg>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- μουmein(e, -es)mein(e, -es)
- (ο) δικός μου, (η) δική μου, (το) δικό μουmein(e, -es) betontmein(e, -es) betont