Mailbox
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προσωπικός τηλεφωνητήςMaskulinum, männlich | αρσενικό m (κινήτου)Mailbox Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTELMailbox Telefon, Telekommunikation | τηλεφωνία, τηλεπικοινωνίαTEL
- ηλεκτρονικό γραμματοκιβώτιοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nMailbox Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTMailbox Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT
examples