„luftig“: Adjektiv luftigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ελαφρός, ελαφρύς, ευάερος, δροσερός ελαφρός, ελαφρύς luftig luftig ευάερος, δροσερός luftig Raum luftig Raum