„δροσερός“ δροσερός [ðroseˈros], δροσερή, δροσερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kühl, frisch, kühl, frisch kühl δροσερός που έχει δροσιά δροσερός που έχει δροσιά frisch δροσερός και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ δροσερός και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ kühl, frisch δροσερός που δροσίζει δροσερός που δροσίζει