„Leukämiekranke(r)“: Maskulinum und Femininum LeukämiekrankeMaskulinum und Femininum | αρσενικό και θηλυκό m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πάσχων από λευχαιμία, πάσχουσα από λευχαιμία πάσχωνMaskulinum, männlich | αρσενικό m από λευχαιμία, πάσχουσαFemininum, weiblich | θηλυκό f από λευχαιμία Leukämiekranke(r) Leukämiekranke(r)