„Lenkradschaltung“: Femininum, weiblich LenkradschaltungFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λεβιέ ταχυτήτων ενσωματωμένο στην κολώνα τιμονιού λεβιέNeutrum, sächlich | ουδέτερο n ταχυτήτων ενσωματωμένο στην κολώνα τιμονιού Lenkradschaltung Lenkradschaltung