κολώνα
[koˈlona]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Säuleθηλυκό | Femininum, weiblich fκολώνακολώνα
examples
- κολώνα στήριξηςStützbalkenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κολώνα του τιμονιούLenksäuleθηλυκό | Femininum, weiblich f