„Leistungsdruck“: Maskulinum, männlich LeistungsdruckMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πίεση για αύξηση της απόδοσης πίεσηFemininum, weiblich | θηλυκό f για αύξηση της απόδοσης Leistungsdruck Leistungsdruck