„lebenserhaltend“: Adjektiv lebenserhaltendAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) μέτρα που εξασφαλίζουν τη διαβίωση examples lebenserhaltende Maßnahmen μέτρα που εξασφαλίζουν τη διαβίωση lebenserhaltende Maßnahmen