„Laugenbrezel“: Femininum, weiblich LaugenbrezelFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πρέτσελ σε σχήμα κόμπου πρέτσελNeutrum, sächlich | ουδέτερο n σε σχήμα κόμπου Laugenbrezel Laugenbrezel