„kuppeln“: intransitives Verb kuppelnintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) πατώ το συμπλέκτη πατώ το συμπλέκτη kuppeln Auto | αυτοκίνητοAUTO kuppeln Auto | αυτοκίνητοAUTO