„Kunststoff“: Maskulinum, männlich KunststoffMaskulinum, männlich | αρσενικό m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τεχνητή συνθετική ύλη τεχνητήoder | ή od συνθετική ύληFemininum, weiblich | θηλυκό f Kunststoff Kunststoff