Kraut
Neutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; Kräuter; Plural | πληθυντικός pl>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- χόρτοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKrautαγριοβότανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKrautKraut
- βοτάνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKraut Heilkraut(θεραπευτικό) βότανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nKraut HeilkrautKraut Heilkraut