„ideal“: Adjektiv idealAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ιδανικός, ιδεώδης ιδανικός, ιδεώδης ideal ideal
„Ideal“: Neutrum, sächlich IdealNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ιδανικό, ιδεώδες ιδανικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ideal ιδεώδεςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Ideal Ideal