Holzklasse
Femininum, weiblich | θηλυκό f umgangssprachlich | οικείοumgOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- οικονομική θέσηFemininum, weiblich | θηλυκό fHolzklasse Luftfahrt | αεροπορίαFLUGet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcHolzklasse Luftfahrt | αεροπορίαFLUGet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc