„hintereinander“: Adverb hintereinanderAdverb | επίρρημα adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ο ένας μετά τον άλλον, διαδοχικά, στη σειρά ο ένας μετά τον άλλον, διαδοχικά hintereinander räumlich hintereinander räumlich στη σειρά hintereinander zeitlich hintereinander zeitlich