„herumerzählen“: transitives Verb herumerzählentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) διηγούμαι, τα λέω από δώ κι από κει διηγούμαι, τα λέω από δώ κι από κει herumerzählen vielen Leuten erzählen herumerzählen vielen Leuten erzählen