„heikel“: Adjektiv heikelAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ιδιότροπος, λεπτός, δύσκολος ιδιότροπος heikel Mensch heikel Mensch λεπτός, δύσκολος heikel Frage, Thema heikel Frage, Thema