„grübeln“: intransitives Verb grübelnintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συλλογίζομαι, σπάζω το κεφάλι μου συλλογίζομαι (über+Akkusativ | +αιτιατική +akk) grübeln σπάζω το κεφάλι μου grübeln grübeln