„großschreiben“: transitives Verb großschreibentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) γράφω κάτι με κεφαλαίο αρχικό γράμμα examples etwas großschreiben γράφω κάτι με κεφαλαίο αρχικό γράμμα etwas großschreiben