„grillen“: transitives Verb grillentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ψήνω στη σχάρα στα κάρβουνα ψήνω στη σχάραoder | ή od στα κάρβουνα grillen grillen
„Grillen“: Neutrum, sächlich GrillenNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ψήσιμο ψήσιμοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Grillen Grillen