σχάρα
[ˈsxara]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Grillrostαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχάραBratrostαρσενικό | Maskulinum, männlich mσχάρασχάρα
- Gepäcknetzουδέτερο | Neutrum, sächlich nσχάρα αποσκευώνσχάρα αποσκευών
- Dachgepäckträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m.σχάρα στην οροφή του αυτοκινήτουσχάρα στην οροφή του αυτοκινήτου
examples
-
- σχάρα στήριξης ποδηλάτουFahrradständerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σχάρα υπονόμουGullydeckelαρσενικό | Maskulinum, männlich m