Glaube
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-ns>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πίστηFemininum, weiblich | θηλυκό f (an+Akkusativ | +αιτιατική +akk σε)Glaube auch | και, επίσηςa. Religion | θρησκείαRELGlaube auch | και, επίσηςa. Religion | θρησκείαREL