„Gesocks“: Neutrum, sächlich GesocksNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-es> pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) συρφετός, όχλος συρφετόςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Gesocks όχλοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Gesocks Gesocks