„συρφετός“: αρσενικό συρφετός [sirfeˈtos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gesindel Gesindelουδέτερο | Neutrum, sächlich n συρφετός συρφετός