genverändert
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- γενετικά τροποποιημένοςgenverändertgenverändert
examples
- genveränderte Lebensmittelγενετικά τροποποιημένα τρόφιμαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl